- Δάτιδος
- Δά̱τιδος , Δάτιςmasc gen sgΔάτιςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DATISMUS — Datidis imitatio, dicitur de dictione pluribus verbis idem repetente et quidem ςολοικῶς, proverbio sump to a Datide quodam Persa, qui cum Satrapas esset in Graecia, Graeccque loqui affectaret, dicebat: ἥδομαι, καὶ τέρπομαι, καὶ χαίρομαι, dalector … Hofmann J. Lexicon universale
σαγηνεύω — ΝΑ [σαγήνη] παρασύρω κάποιον δελεάζοντάς τον, θέλγω, γοητεύω (α. «τόν σαγήνευσαν τα κάλη της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», Λουκιαν.) αρχ. 1. αλιεύω με το δίχτυ σαγήνη 2. μτφ. α) διώχνω μαζί σε ένα μέρος όλους τους κατοίκους μιας… … Dictionary of Greek